- συνεκδρομη
- συνεκδρομήσυν-εκδρομήἥ грам. отклонение по аналогии, аналогическая неправильность
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκδρομῇ — συνεκδρομή running out together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδρομή — running out together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδρομή — ἡ, ΜΑ 1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος 2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό τής ρημ. ενέργειας τού ρ. συνεκτρέχω] … Dictionary of Greek
συνεκδρομήν — συνεκδρομή running out together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδρομικώς — Α επίρρ. 1. κατ αναλογία 2. κατά προσέγγιση 3. συνεκδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *συνεκδρομικός] … Dictionary of Greek